παγκαταπύγων

παγκαταπύγων
παγκαταπύγων, -ονος, ὁ ἡ, ουδ. παγκατάπυγον (Α)
ασελγέστατος κίναιδος, αισχρότατος («ὦ παγκατάπυγον θἡμέτερον ἅπαν γένος», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + καταπύγων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παγκατάπυγον — παγκαταπύγων utterly lewd masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”